- ἀγαθοποιῷ
- ἀγαθοποιόςbeneficentmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγαθοποιώ — ἀγαθοποιῶ ( έω) (Α) [ἀγαθοποιός] 1. κάνω καλό σε κάποιον, ευεργετώ 2. καθιστώ κάτι καλό 3. ασκώ ευεργετική επίδραση … Dictionary of Greek
ἀγαθοποιῶ — ἀγαθοποιέω do good pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀγαθοποιέω do good pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀγαθοποιός beneficent masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek